- μπουρδάτος
- μπουρδάτος, -η, -ον (Μ)(για φαγητό) βραστό που σερβίρεται με τον ζωμό του και με τα πρόσθετα υλικά που περιέχει.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το μσν. λατ. brodettum (πρβλ. ιταλ. brodetto) και σχηματίστηκε αναλογικά προς άλλες ονομ. φαγητών σε -άτος (πρβλ. κρασ-άτος, λεμον-άτος)].
Dictionary of Greek. 2013.